- θηρί
- θήρbeast of preymasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηρί' — θηρία , θηρίον wild animal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
диноте́рий — я, м. Род вымерших млекопитающих, сходных со слоном (жили в третичный период). [От греч. δεινος страшный и θηριον зверь] … Малый академический словарь
палеоте́рий — я, м. Вымершее непарнокопытное животное, близкое к древнейшей лошади. [От греч. παλαιος древний и θηριον зверь] … Малый академический словарь
Балто-славянские языки — Государства, в которых государственными языками являются … Википедия
λεοντώνυμος — λεοντώνυμος, ον (Μ) αυτός που πήρε το όνομά του από λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. θηρι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
ουλαμώνυμος — οὐλαμώνυμος, ον (Α) (επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι ώνυμος)] … Dictionary of Greek
οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] … Dictionary of Greek
τυρώνυμος — ον, Μ 1. αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό 2. φρ. «τυρώνυμον Σάββατον» το Σάββατο τής τυρινής εβδομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι ώνυμος) … Dictionary of Greek